- προσαρμόσῃ
- προσαρμόζωfit toaor subj mid 2nd sgπροσαρμόζωfit toaor subj act 3rd sgπροσαρμόζωfit tofut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσάρμοση — η, Ν προσαρμογή, σύνδεση ή στερέωση δύο ή περισσότερων αντικειμένων, όπως λ.χ. εξαρτημάτων μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ., στον λόγιο τ. η προσάρμοσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek